- Πειραιώτης
- ο, θηλ. Πειραιώτισσαο κάτοικος τού Πειραιά ή αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πειραιάς + κατάλ. -ώτης, Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πειραιώτης — ο θηλ. ώτισσα αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά ή κατοικεί σ αυτόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πειραιωτάκι — το [Πειραιώτης] (υποκορ. τού Πειραιώτης) παιδί ή νέος που κατάγεται από τον Πειραιά … Dictionary of Greek
Сингапурская митрополия — Константинопольская православная церковь Основная информация Страна … Википедия
πειραιώτικος — η, ο [Πειραιώτης] πειραϊκός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Πειραιά … Dictionary of Greek